- άλαμπος
- (I)-η, -ο [λάμπω]αυτός που δεν έχει λάμψη, ο αλαμπής.————————(II)-η, -ο [λάμπα]ο χωρίς λάμπα («άλαμποι όλοι στο χωριουδάκι»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άλαμπος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε λάμπει, ο θαμπός: Ήταν ένα ορυκτό μουντό, άλαμπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλγοδονίτης — (algodonite).Αρσενικούχο ορυκτό του τύπου Cu6As. Κρυσταλλώνεται στο ρομβικό σύστημα και σχηματίζει κοκκώδεις μάζες και κρυσταλλικές συσσωρεύσεις (επιφλοιώματα). Έχει ζωηρή μεταλλική λάμψη (στον αέρα όμως είναι άλαμπος), χρώμα αργυρόλευκο έως… … Dictionary of Greek